- πετεινόμυαλος
- -η, -οανόητος, άμυαλος, κοκορόμυαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετεινόμυαλος — η, ο, Ν αυτός που έχει μυαλό πετεινού, ανόητος, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + μυαλό (πρβλ. κοκκορό μυαλος)] … Dictionary of Greek
πετεινοκαύκαλος — η, ο, Ν ο πετεινόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + καύκαλο (πρβλ. χοντρο καύκαλος)] … Dictionary of Greek